- τριβείο
- το, Ν [τριβεύς]τεχνολ. μηχανή που επιτρέπει μέσω δονητικής ή περιστροφικής κινήσεως και με λειαντικά μέσα τη στίλβωση επιφανειών από μάρμαρο, ξύλο, δέρμα κ.ά. (α. «τριβείο με τύμπανα» β. «τριβείο δίσκου» γ. «τριβείο ταινίας» δ. «τριβείο πλατιάς ταινίας»).
Dictionary of Greek. 2013.