τριβείο

τριβείο
το, Ν [τριβεύς]
τεχνολ. μηχανή που επιτρέπει μέσω δονητικής ή περιστροφικής κινήσεως και με λειαντικά μέσα τη στίλβωση επιφανειών από μάρμαρο, ξύλο, δέρμα κ.ά. (α. «τριβείο με τύμπανα» β. «τριβείο δίσκου» γ. «τριβείο ταινίας» δ. «τριβείο πλατιάς ταινίας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σύρου Πανκυκλαδικό — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου στεγάζεται σε αίθουσες του Δημοτικού Μεγάρου της Ερμούπολης, ενός νεοκλασικού κτιρίου που σχεδιάστηκε από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλερ. Το μουσείο ιδρύθηκε το 1834 5 και είναι ένα από τα παλαιότερα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”